τείχιση

τείχιση
[-ις (-εως)] η обнесение крепостной стеной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τείχιση" в других словарях:

  • τείχιση — η χτίσιμο τείχους, οχύρωση με τείχος: Είχε τελειώσει η τείχιση της Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τείχιση — η / τείχισις, ίσεως, ΝΜΑ [τειχίζω] ανέγερση τείχους, οχύρωση …   Dictionary of Greek

  • τειχίσῃ — τειχίσηι , τείχισις the work of walling fem dat sg (epic) τειχίζω build a wall aor subj mid 2nd sg τειχίζω build a wall aor subj act 3rd sg τειχίζω build a wall fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμός — ὁ, Α [τειχίζω] ανέγερση τείχους, τείχιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»